- παιδευτικοῖς
- παιδευτικόςofmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτρεπτικός — ή, ό (Α ἐπιτρεπτικός, ή, όν) [επιτρέπω] αυτός που επιτρέπει κάτι, που προτρέπει, παρακινεί («ὁ μὴ προσέχων λόγοις ἐπιτρεπτικοῑς καὶ παιδευτικοῑς», Ωριγ.) νεοελλ. (νομ.) «επιτρεπτικό δίκαιο» το σύνολο τών κανόνων τού ιδιωτικού δικαίου που μπορούν… … Dictionary of Greek